επεμβατισμός


επεμβατισμός
Προφορά

Ετυμολογία
επεμβατισμός επεμβαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επεμβατισμός

✦ επέμβαση κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις ή διαφορές άλλων κρατών· πρβλ. παρεμβατισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.