επανορθώνω
Προφορά
Ετυμολογία
επανορθώνω αρχαία ελληνική ἐπανορθόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επανορθώνω
✦ επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη θέση του, ξαναστήνω
✦ (μτφ. ) διορθώνω κάτι, ανασκευάζω
✦ δίνω ικανοποίηση ή αποζημίωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–