επανορθωτός


επανορθωτός
Προφορά

Ετυμολογία
επανορθωτός επανορθῶ

Ερμηνεία
επίθετο┘ επανορθωτός -ή, -ό

✦ αυτός που μπορεί να επανορθωθεί, επανορθώσιμος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανεπανόρθωτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.