επανεξαγωγή


επανεξαγωγή
Προφορά

Ετυμολογία
επανεξαγωγή επανεξάγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επανεξαγωγή

✦ η εκ νέου εξαγωγή
✦ εξαγωγή εμπορεύματος το οποίο έχει εισαχθεί από το εξωτερικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.