επανεκτίμηση


επανεκτίμηση
Προφορά

Ετυμολογία
επανεκτίμηση επανεκτιμώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επανεκτίμηση

✦ η εκ νέου εκτίμηση, η εκ νέου αναγνώριση της αξίας κάποιου προσώπου ή της σημασίας γεγονότος, πράγματος κτλ.: επανεκτίμηση της χειρωνακτικής εργασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.