επανεκπαιδεύω
Προφορά
Ετυμολογία
επανεκπαιδεύω επί + ανά + εκπαιδεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επανεκπαιδεύω
✦ εκπαιδεύω κάποιον ώστε να σκέφτεται ή να συμπεριφέρεται μ’ έναν νέο ή διαφορετικό τρόπο: πρέπει να επανεκπαιδεύσουμε τους εφήβους να αποφεύγουν το κάπνισμα |(ιατρ.) εφαρμόζω θεραπεία αποκατάστασης των κινητικών λειτουργιών πάσχοντος: επανεκπαιδεύω τους μυς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–