επανεκδίδω
Προφορά
Ετυμολογία
επανεκδίδω επί + ανά + εκδίδω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επανεκδίδω
✦ εκδίδω και πάλι το ίδιο: αποφάσισε να επανεκδώσει ολόκληρο το έργο του
✦ επαναλαμβάνω έκδοση (περιοδικού, εφημερίδας κτλ.), που είχε διακοπεί: επανεκδίδονται οι «Τάιμς» του Λονδίνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–