επανασυνδέω


επανασυνδέω
Προφορά

Ετυμολογία
επανασυνδέω επί + ανά + συνδέω

Ερμηνεία
ρήμα επανασυνδέω

✦ συνδέω εκ νέου, πράγματα ή καταστάσεις, έπειτα από χωρισμό ή διακοπή: οι δύο χώρες θα επανασυνδέσουν τις σχέσεις τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.