επαναστρέψιμος


επαναστρέψιμος
Προφορά

Ετυμολογία
επαναστρέψιμος επαναστρέφω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επαναστρέψιμος -η, -ο

✦ αυτός που μπορεί να επαναστραφεί
✦ (λογ.) επαναστρέψιμη πρόταση, πρόταση στην οποία κατηγορούμενο και υποκείμενο έχουν το ίδιο πλάτος εννοίας και μπορούν να αντιστραφούν, π.χ. τα ισόπλευρα τρίγωνα είναι ισογώνια – τα ισογώνια τρίγωνα είναι ισόπλευρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.