επαναστρέφω


επαναστρέφω
Προφορά

Ετυμολογία
επαναστρέφω αρχαία ελληνική ἐπαναστρέφω

Ερμηνεία
ρήμα επαναστρέφω

✦ (μτβ.) στρέφω κάτι πάλι προς τα πίσω ή εναντίον κάποιου, ξαναγυρίζω
✦ (αμτβ.) επανέρχομαι, επιστρέφω: βλέπουν να επαναστρέφει… το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.