επαναστατώ
Προφορά
Ετυμολογία
επαναστατώ επαναστάτης
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επαναστατώ -είς, -εί
✦ εξεγείρομαι κατά της εξουσίας, του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος, των οποιωνδήποτε υπαρχουσών συνθηκών
✦ (μτβ.) ξεσηκώνω σε επανάσταση
✦ απειθαρχώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–