επαναστατημένος
Προφορά
Ετυμολογία
επαναστατημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος επαναστατώ
Ερμηνεία
επαναστατημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει επαναστατήσει, που έχει εξεγερθεί: αίμα χύνεται πολύ, ο λαός είναι επαναστατημένος (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ (μτφ. ) ο αναστατωμένος ψυχικά: κοίταξε τον όμορφο επαναστατημένο έφηβο (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–