επαναστάτρια


επαναστάτρια
Προφορά

Ετυμολογία
επαναστάτρια αρχαία ελληνική ἐπανίσταμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επαναστάτρια

✦ θηλ. επαναστάτισσα κ. επαναστάτρια (Κ -τις, -ιδος) πρόσωπο που μετέχει σε επανάσταση
✦ οπαδός ριζοσπαστικών ιδεών
✦ απείθαρχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.