επανένταξη


επανένταξη
Προφορά

Ετυμολογία
επανένταξη επί + ανά + ένταξη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επανένταξη

✦ η εκ νέου ένταξη στο κοινωνικό σύνολο και σε συνθήκες φυσιολογικής ζωής προσώπου ή ομάδας, συνήθως αφού προηγηθεί ειδική θεραπευτική αγωγή ή ειδικά προγράμματα επανεκπαίδευσης: επανένταξη των απεξαρτημένων ατόμων στην κοινωνία – επανένταξη των αποφυλακισμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.