επανάταξη


επανάταξη
Προφορά

Ετυμολογία
επανάταξη επανατάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επανάταξη

✦ επαναφορά στην προηγούμενη, στην κανονική θέση: επανάταξη οστού (επαναφορά οστού που έχει πάθει εξάρθρωση στη θέση του)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.