επαμφοτερίζω
Προφορά
Ετυμολογία
επαμφοτερίζω αρχαία ελληνική ἐπαμφοτερίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επαμφοτερίζω
✦ φέρομαι προς δύο διευθύνσεις, κλίνω πότε προς το ένα και πότε προς το άλλο μέρος: στάση επαμφοτερίζουσα
✦ (για λέξεις) επιδέχομαι διπλή ερμηνεία, έχω διπλούς τύπους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–