επαμείβω


επαμείβω
Προφορά

Ετυμολογία
επαμείβω αρχαία ελληνική ἐπαμείβω

Ερμηνεία
ρήμα επαμείβω

✦ εύχρ. στη φρ. επαμειβόμενο έπαθλο, έπαθλο το οποίο δεν παραμένει στην κατοχή του νικητή, αθλητή ή συλλόγου, αλλά παραδίδεται στον νικητή των επόμενων αγώνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.