επαλήθευση
Προφορά
Ετυμολογία
επαλήθευση επαληθεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επαλήθευση
✦ εξακρίβωση της αλήθειας ή της ορθότητας με έλεγχο: επαλήθευση του λογαριασμού
✦ επιβεβαίωση: επαλήθευση των προβλέψεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
διάψευση
Επιρρήματα
–