επακόντιος
Προφορά
Ετυμολογία
επακόντιος επί + ακόντιον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επακόντιος -α, -ο
✦ αυτός που φέρεται σε ακόντιο, που είναι στερεωμένος πάνω σε ακόντιο
✦ ουδ. επακόντιο(ν) ως ουσ. μεταλλικό άγκιστρο στην άκρη κονταριού, που χρησιμεύει, για να συγκρατεί ή να απομακρύνει τη βάρκα από τη σκάλα του πλοίου ή την αποβάθρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–