επακτός


επακτός
Προφορά

Ετυμολογία
επακτός αρχαία ελληνική ἐπακτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ επακτός -ή, -ό

✦ επείσακτος, ξένος
✦ ο προτεινόμενος από κάποιον
✦ επακτές ημέρες, οι μέρες που πρέπει να προστεθούν στο σεληνιακό ημερολόγιο για να εξισωθεί με το ηλιακό, ά. εμβόλιμες
✦ θηλ. επακτή ως ουσ., η ηλικία της σελήνης κατά την 1η Ιανουαρίου ή την 22α Μαρτίου, που χρησιμεύει ως αφετηρία για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, ά. θεμέλιο σελήνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.