επαινέτρια


επαινέτρια
Προφορά

Ετυμολογία
επαινέτρια αρχαία ελληνική ἐπαινέτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επαινέτρια

✦ θηλ. επαινέτρια (Κ -τις, -ιδος) αυτός που επαινεί κάποιον ή κάτι, εγκωμιαστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.