επαγώγιμος
Προφορά
Ετυμολογία
επαγώγιμος μεταγενέστερη ελληνική ἐπαγώγιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επαγώγιμος -η, -ο
✦ που γίνεται με επαγωγή
✦ το ουδ. επαγώγιμο ως ουσ., σύστημα αγωγών στο οποίο παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα εξ επαγωγής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–