επαγωγός


επαγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
επαγωγός αρχαία ελληνική ἐπαγωγός

Ερμηνεία
επαγωγός

✦ -ός, -όν επίθ. που προκαλεί, επιφέρει ή παράγει κάτι
✦ ελκυστικός, θελκτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
επαγωγώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.