επαγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
επαγωγή αρχαία ελληνική ἐπαγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επαγωγή
✦ η συναγωγή γενικού συμπεράσματος από πολλές μερικές κρίσεις
✦ (φυσ.) η διέγερση ηλεκτρικής τάσεως
✦ (νομ.) επιβολή όρκου στον αντίδικο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–