επαγγέλλομαι
Προφορά
Ετυμολογία
επαγγέλλομαι αρχαία ελληνική ἐπαγγέλλομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επαγγέλλομαι
✦ υπόσχομαι: το νησί που έζησε τόσους αιώνες χωρίς άλλους πόρους παρά μόνο την επαγγελμένη καλή βούληση της Λητώς (Γ. Σεφέρης)
✦ ασκώ επάγγελμα
✦ καμώνομαι ότι είμαι κάτι που δεν είμαι: επαγγέλλεται τον προφήτη ο αλιτήριος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–