επαίτισσα


επαίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
επαίτισσα μεταγενέστερη ελληνική ἐπαίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επαίτισσα

✦ θηλ. επαίτισσα (Κ -τις, -ιδος) ζητιάνος, διακονιάρης: επαίτης τις επλησίασε ζητών ελεημοσύνην (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.