επίσχεση


επίσχεση
Προφορά

Ετυμολογία
επίσχεση αρχαία ελληνική ἐπίσχεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επίσχεση

✦ συγκράτηση, παρεμπόδιση, σταμάτημα |(ιατρ.) παύση φυσιολογικής ρύσεως: επίσχεση ούρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.