επίστεγος
Προφορά
Ετυμολογία
επίστεγος επί + στέγη
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επίστεγος -η, -ο
✦ ο ευρισκόμενος πάνω στη στέγη ή αυτός που φέρει στέγη
✦ ουδ. επίστεγο(ν) ως ουσ., διαμέρισμα κοντά στην πρύμνη πλοίων που επιστεγάζεται με ελαφρό κατάστρωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–