επίσταθμος


επίσταθμος
Προφορά

Ετυμολογία
επίσταθμος αρχαία ελληνική ἐπίσταθμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επίσταθμος -η, -ο

✦ αυτός που διακόπτει πορεία, ταξίδι κτλ. για να διανυκτερεύσει ή να αναπαυτεί σ’ έναν τόπο
✦ το αρσ. ως ουσ. αυτός που φροντίζει για την επισταθμία στρατιωτικού σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.