επίρριψη


επίρριψη
Προφορά

Ετυμολογία
επίρριψη αρχαία ελληνική ἐπίρριψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επίρριψη

✦ το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον, απόδοση ιδ. κακού: επίρριψη ευθυνών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.