επίπαγος


επίπαγος
Προφορά

Ετυμολογία
επίπαγος μεταγενέστερη ελληνική ἐπίπαγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επίπαγος

✦ πηχτό ή στερεό επίστρωμα στην επιφάνεια ρευστής ή μαλακής ουσίας, κρούστα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.