επίμορτος


επίμορτος
Προφορά

Ετυμολογία
επίμορτος αρχαία ελληνική ἐπίμορτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επίμορτος -η, -ο

✦ που καλλιεργεί ξένο κτήμα με τον όρο να παίρνει ένα μέρος της σοδειάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.