επίλοιπος


επίλοιπος
Προφορά

Ετυμολογία
επίλοιπος αρχαία ελληνική ἐπίλοιπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επίλοιπος -η, -ο

✦ ο υπολειπόμενος, που απομένει: κατά τον επίλοιπο χρόνο – κι ο επίλοιπος βίος του θα διέλθει αμέριμνος (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.