επίλογος
Προφορά
Ετυμολογία
επίλογος αρχαία ελληνική ἐπίλογος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο επίλογος
✦ το τελευταίο μέρος λόγου ή κειμένου, που συνοψίζει τα προηγούμενα
✦ (μτφ. ) επακολούθημα: δραματικός ήταν ο επίλογος της φιλονικίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–