επίκρουση
Προφορά
Ετυμολογία
επίκρουση μεταγενέστερη ελληνική ἐπίκρουσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επίκρουση
✦ χτύπημα πάνω σε κάτι
✦ ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης με κρούση |(ιατρ.) εξέταση του αρρώστου με κρούση των δακτύλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–