επίκεντρο


επίκεντρο
Προφορά

Ετυμολογία
επίκεντρο μεταγενέστερη ελληνική ἐπίκεντρον, └ουδ┘ του επιθέτου ἐπίκεντρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το επίκεντρο

✦ το σημείο της γήινης επιφάνειας που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το σεισμικό κέντρο
(μτφ. ) το κεντρικό σημείο: βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.