επίκαυμα
Προφορά
Ετυμολογία
επίκαυμα μεταγενέστερη ελληνική ἐπίκαυμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το επίκαυμα
✦ επιπόλαιο, επιφανειακό κάψιμο
✦ (μεταλλ.) η αλλοίωση των ιδιοτήτων μετάλλου λόγω υψηλής θερμοκρασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–