επίθεμα
Προφορά
Ετυμολογία
επίθεμα μεταγενέστερη ελληνική ἐπίθεμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το επίθεμα
✦ επικάλυμμα, σκέπασμα
✦ γάζα ή ύφασμα βρεγμένο σε νερό ή άλλη ουσία που τοποθετείται πάνω σε πάσχον σημείο του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–