επήρεια


επήρεια
Προφορά

Ετυμολογία
επήρεια αρχαία ελληνική ἐπήρεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επήρεια

✦ επίδραση, ιδ. η ηθική: εγκλημάτησε υπό την επήρεια μέθης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.