επάλειψη


επάλειψη
Προφορά

Ετυμολογία
επάλειψη μεταγενέστερη ελληνική ἐπάλειψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επάλειψη

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επαλείφω
✦ (ειδ.) η χρήση θεραπευτικής αλοιφής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.