εορτή
Προφορά
Ετυμολογία
εορτή αρχαία ελληνική ἑορτή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εορτή
✦ ημέρα θρησκευτικού πανηγυρισμού, γιορτή
✦ πανηγυρισμός σπουδαίου γεγονότος
✦ φρ. κατόπιν εορτής, για κάτι που γίνεται ή κάποιον που φτάνει αργά, μετά τα γεγονότα
✦ ονομαστική εορτή, η ημέρα κατά την οποία εορτάζεται από την εκκλησία ο άγιος το όνομα του οποίου φέρει κάποιος – εθνική εορτή, η καθιερωμένη από το κράτος σε ανάμνηση σπουδαίου γεγονότος
✦ δεσποτικές εορτές, οι τελούμενες σε ανάμνηση συμβάντων του βίου του Χριστού – θεομητορικές εορτές, οι τελούμενες σε ανάμνηση συμβάντων του βίου της Θεομήτορος, της Παναγίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–