εξόρμηση


εξόρμηση
Προφορά

Ετυμολογία
εξόρμηση μεταγενέστερη ελληνική ἐξόρμησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξόρμηση

✦ επίθεση, έφοδος
✦ δραστηριότητα, συντονισμένες ενέργειες για την επίτευξη σκοπού: εξόρμηση των μαθητών για την αναδάσωση της Αττικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.