εξωμοσία
Προφορά
Ετυμολογία
εξωμοσία μεταγενέστερη ελληνική ἐξωμοσία + ἐξόμνυμι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξωμοσία
✦ πανηγυρική θρησκευτική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του πλάνη: η εξωμοσία ήταν υποχρεωτική για όλους τους αιρετικούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–