εξωκαλλιτεχνικός
Προφορά
Ετυμολογία
εξωκαλλιτεχνικός έξω + καλλιτεχνικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εξωκαλλιτεχνικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβαίνει σε πρόσωπα ή πράγματα που δεν έχουν χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού ή καλλιτέχνη: εξωκαλλιτεχνικό κύκλωμα – να πετύχουνε, ακόμη και μ’ εξωκαλλιτεχνικά μέσα (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–