εξυψωτικός


εξυψωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εξυψωτικός εξυψώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξυψωτικός -ή, -ό

✦ που συμβάλλει στην εξύψωση

Συνώνυμα

Αντίθετα
ταπεινωτικός, μειωτικός
Επιρρήματα
εξυψωτικά (Κ εξυψωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.