εξτραφόρ
Προφορά
Ετυμολογία
εξτραφόρ └γαλλ┘ extrafort (= εξαιρετικά δυνατός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το εξτραφόρ
✦ ειδική, ανθεκτική κορδέλα που χρησιμοποιείται στη ραπτική για να ενισχύει εσωτερικά τα στριφώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–