εξπρές
Προφορά
Ετυμολογία
εξπρές └αγγλ┘και └διεθν┘express (= ταχύς)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το εξπρές
✦ όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τον χαρακτηρισμό της ταχείας αμαξοστοιχίας· σήμερα ο όρος επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία, και σημαίνει τη μεταφορά κατά τον γρηγορότερο δυνατό τρόπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–