εξοχότητα
Προφορά
Ετυμολογία
εξοχότητα μεσαιωνική ελληνική ἐξοχότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξοχότητα
✦ διακεκριμένος επιστήμονας: είναι πράγματι από τις εξοχότητες της καρδιολογίας
✦ εξοχότατος (τιμητικός τίτλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–