εξοφλώ


εξοφλώ
Προφορά

Ετυμολογία
εξοφλώ εξ + αρχαία ελληνική ὀφλῶ (= οφείλω)

Ερμηνεία
εξοφλώ

✦ -είς, -εί κ. ξοφλώ ρ. (εξόφλ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) πληρώνω χρέος
(μτφ. ) εκπληρώνω υποχρέωση ή υπόσχεση
✦ τερματίζω δοσοληψίες
✦ παύω να ασχολούμαι με κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.