εξουσιάστρια
Προφορά
Ετυμολογία
εξουσιάστρια μεταγενέστερη ελληνική ἐξουσιαστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εξουσιάστρια
✦ θηλ. εξουσιάστρια κ. εξουσιάστρα πρόσωπο που ασκεί εξουσία: εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–